παροικώ — παροικῶ, έω, Ν ΜΑ [οικώ] κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῑς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῑς παροικοῡσι ξένοις», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κατοικώ, διαμένω κάπου … Dictionary of Greek
παροικώ — παροίκησα 1. κατοικώ κοντά σε κάποιον. 2. κατοικώ σε ξένο κράτος, χωρίς να είμαι πολίτης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροίκῳ — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίκημα — τὸ, Μ [παροικώ] η κατοίκηση, η διαμονή σε ξένη γη … Dictionary of Greek
παροίκησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [παροικώ] η παροικία αρχ. 1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση 2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών … Dictionary of Greek
προσηλυτεύω — ΜΑ [προσήλυτος] 1. παροικώ, διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος («τῶν προσηλυτευόντων ἐν τῷ Ισραήλ», ΠΔ) … Dictionary of Greek
προσπαροικώ — έω, Α κατοικώ και εγώ κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παροικῶ «κατοικώ κοντά»] … Dictionary of Greek
συμπαροικώ — έω, Α [παροικῶ] κατοικώ, μένω στον ίδιο τόπο με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek